φαντασιόπληκτος

φαντασιόπληκτος
φαντασιόπληκτος, -η, -ο και φαντασιόπληχτος, -η, -ο
1. φαντασιοκόπος (βλ. λ.).
2. αυτός που ρυθμίζει τη ζωή του έξω από την πραγματικότητα.
3. ιδιότροπος, παράξενος, αλλοπρόσαλλος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • φαντασιόπληκτος — η, ο, Ν 1. (για πρόσ.) φαντασιοκόπος 2. (κατ επέκτ.) α) υπερβολικά αλαζόνας β) ιδιότροπος, εκκεντρικός, αλλοπρόσαλλος. επίρρ... φαντασιοπλήκτως Μ με τρόπο που πλήττει τη φαντασία. [ΕΤΥΜΟΛ. < φαντασία + πληκτος (< πλήττω), πρβλ. σεισμό… …   Dictionary of Greek

  • αεροβάτης — ο (Α ἀεροβάτης) αυτός που βαδίζει, που πετά στον αέρα (στα Νεοελληνικά με μτφ. σημασία) αυτός που έχει χάσει την αίσθηση της πραγματικότητας, που πετά στα σύννεφα, φαντασιόπληκτος, ονειροπαρμένος, ονειροπόλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀήρ + βάτης < θ. βᾰ …   Dictionary of Greek

  • αεροβατώ — (Α ἀεροβατῶ, έω) [ἀεροβάτης] βαδίζω στον αέρα (στη Νεοελληνικά με μτφ. σημ.) βρίσκομαι εκτός πραγματικότητας, πετώ στα σύννεφα, είμαι φαντασιόπληκτος αρχ. περπατώ περήφανα, καμαρωτά …   Dictionary of Greek

  • δογκιχωτικός — ή, ό και δονκιχωτικός, ή, ό 1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή ταιριάζει στον Δον Κιχώτη, μεγαλομανής, φαντασιόπληκτος 2. αυτός που δείχνει ψεύτικη γενναιότητα μπροστά σε ανύπαρκτους κινδύνους. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στον Ι.… …   Dictionary of Greek

  • ευφαντασίωτος — η, ο (Α εὐφαντασίωτος, ον) 1. προικισμένος με ζωηρή φαντασία 2. (με κακή σημ.) φαντασιόπληκτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + φαντασιώ «φαντάζομαι»] …   Dictionary of Greek

  • ονειροβάμων — ο ονειροπόλος, φαντασιόπληκτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < όνειρο + βάμων (< βαίνω), πρβλ. αιθερο βάμων] …   Dictionary of Greek

  • ονειροπαρμένος — η, ο φαντασιόπληκτος, ονειροπόλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < όνειρο + παρμένος, μτχ. μεσ. παρακμ. τού παίρνω] …   Dictionary of Greek

  • ονειρόπληκτος — η, ο (Α ὀνειρόπληκτος, ον) νεοελλ. ονειροπαρμένος, φαντασιόπληκτος αρχ. (κατά τον Ησύχ. και κατά το λεξ. Σούδα) αυτός που έχει πληγεί από τα όνειρα, ο φοβισμένος, ο τρομαγμένος από όνειρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνειρος + πληκτος (< πλήττω), πρβλ. θεό… …   Dictionary of Greek

  • ουρανοβάτης — ο (Α οὐρανοβάτης, θηλ. οὐρανοβάτις) αυτός που ζει με φαντασιώσεις, φαντασιόπληκτος, αιθεροβάμων αρχ. αυτός που διασχίζει τον ουρανό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ουρανο * + βάτης (< βαίνω), πρβλ. υπνο βάτης] …   Dictionary of Greek

  • ουρανοβατώ — (Α οὐρανοβατῶ, έω) [ουρανοβάτης] βαδίζω ή κινούμαι στον ουρανό νεοελλ. μτφ. φαντασιοκοπώ, αεροβατώ, είμαι φαντασιόπληκτος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”